19 Σεπτεμβρίου 2012

ΜΙΣΙΜΑ Ή ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ - Γιάννης Σουλιώτης



        

                                               «Όρθιος μπροστά στη θάλασσα ,
                                                ένιωθα ότι μου φώναζαν από τα ανοικτά.
                                                 Και μου φαινόταν ότι αν απαντούσα
                                                 σ’ αυτή την πρόσκληση θα ήταν κάτι το πολύ
                                                 όμορφο, αλλά μαζί και κάτι το απαγορευμένο
                                                 σε κάθε άνθρωπο.»
                                                                 Μισίμα, «Το παραμύθι του ακρωτηρίου»


Στις 25 Νοεμβρίου του 1970, στις έντεκα και τέταρτο το πρωί, οι πέντε μεγαλύτεροι τηλεοπτικοί σταθμοί του Τόκιο, διέκοψαν ξαφνικά το πρόγραμμά τους, για μια απ’ ευθείας μετάδοση.
Πριν σαράντα ένα χρόνια ακριβώς, ο Γιούκιο (σημαίνει «χιόνι») Μισίμα (Κιμιτάκε Χιραόκα, το πραγματικό του) προικισμένος με ένα χαρακτήρα τρωτό, και συγχρόνως, βίαιο και αισθησιακό , γεμάτος από πάθος για ζωή, αλλά μαζί και με μια βαθειά αθεράπευτη επιθυμία για το θάνατο, δολοφόνησε τον εαυτό του. Διάλεξε γι’ αυτό το σκοπό τον πιο γιαπωνέζικο θάνατο που υπάρχει.
Πράγματι, στις 25 Νοεμβρίου του 1970, μια ομάδα κομάντος Τατενοκάϊ (Εταιρεία της Ασπίδας, που ο ίδιος ο Μισίμα είχε ιδρύσει), κατέλαβε αιφνιδιαστικά το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Οι επιδρομείς αφόπλισαν τη φρουρά και ο Μισίμα μαζί με τέσσερεις οπαδούς του έπιασαν όμηρο το στρατηγό Κανετόσι Μασίτα. Ύστερα από λίγο ο Μισίμα βγήκε στο μπαλκόνι και ζήτησε από τους στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί στον προαύλιο χώρο να ξεσηκωθούν μαζί του ενάντια στη μεταπολεμική  δημοκρατία που είχε αφαιρέσει από την Ιαπωνία το στρατό και τη ψυχή της. Είχε σκοπό να μιλήσει για τριάντα λεπτά, αλλά οι φωνές και τα σφυρίγματα αποδοκιμασίας των στρατιωτών τον ανάγκασαν να σταματήσει ύστερα από επτά μόνο λεπτά.
Έτσι, επέστρεψε στο γραφείο, όπου κρατείτο ο στρατηγός, και έκανε χαρακίρι (σεπούκου). Αφού έχωσε βαθειά στη μια πλευρά του τη λάμα του «ταντό» (κοντό σπαθί), την τράβηξε με δύναμη προς την άλλη, ανοίγοντας την κοιλιά του.
Ύστερα, έκανε νόημα στον εραστή  του, στρατιώτη Μορίτο, που στεκόταν όρθιος πίσω του, και αυτός του έκοψε το κεφάλι, σύμφωνα με το τυπικό της ιεροτελεστίας του σεπούκου.
Σε δυο μήνες ο Μισίμα θα έκλεινε τα σαράντα έξη.
Είχε γράψει σαράντα μυθιστορήματα, δεκαοκτώ θεατρικά έργα, είκοσι βιβλία με νουβέλες και άλλα τόσα με λογοτεχνικά δοκίμια. Υπήρξε συγχρόνως σκηνοθέτης, ηθοποιός, άριστος ξιφομάχος, αθλητής αλλά και διευθυντής συμφωνικής ορχήστρας.
Είχε κάνει επτά φορές το γύρο του κόσμου (το 1952 είχε έρθει και στην Ελλάδα  όπου είπε ότι στους κλασσικούς χρόνους «υπήρχε ισορροπία ανάμεσα στο σώμα και το πνεύμα») παντρεύτηκε, έκανε δυο παιδιά, και είχε προταθεί τρεις φορές για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Λίγες ημέρες πριν την αυτοκτονία του, που προετοίμαζε μεθοδικά πριν ένα χρόνο, είπε στη μητέρα του ότι ποτέ στη ζωή του δεν είχε κάνει αυτό που ήθελε. Γι’ αυτό και όταν της ανήγγειλαν  το θάνατό του, τα μόνα λόγια που είπε ήταν: «Επιτέλους, έκανε στη ζωή του αυτό που ήθελε!»
Σαν τον Μαγιακόφσκι, που το 1930, με ένα πιστόλι στο χέρι έγραψε το πιο ωραίο ποίημα της ζωής του, εκείνο που ήθελε!


Ο απίστευτος αυτός για πολλούς θάνατος ήταν για τον Μισίμα κάτι το κοινό, μια καθημερινή σκέψη, ο απώτερος του σκοπός, ο σύντροφος του, το ιδανικό της ζωής του, ο μεγαλύτερος έρωτάς του, Από τότε που κατάλαβε τον εαυτό του δε ζούσε παρά με το θάνατο και για το θάνατο.
Όταν ήταν δέκα  εννέα ημερών, η γιαγιά του, μια γυναίκα πολύ άρρωστη, τυραννική, νευρωτική, παθιασμένη με τις αιμοσταγείς σκηνές του θεάτρου Καμπούκι, τον πήρε από την αγκαλιά της μητέρας του, και τον κράτησε μαζί της δώδεκα ολόκληρα χρόνια., εμποδίζοντας τον έτσι να έχει μια ομαλή σχέση με την μητέρα του και τα αδέλφια του, παρότι τον χώριζε από αυτούς  ένας μόνο όροφος!
«Το κρεβάτι μου ήταν μέσα στο δωμάτιο της γιαγιάς, που ήταν πάντα κλειστό και όπου βασίλευαν  αποπνικτικές μυρωδιές από αρρώστιες και γεράματα, και μεγάλωσα εκεί, πλάι στο κρεβάτι της .» («Εξομολόγηση μιας μάσκας»).
Έτσι, από μικρός άρχισε να αγαπάει τους δολοφονημένους πρίγκιπες ή εκείνους που προορίζονταν για το θάνατο, και να του αρέσει η πρόσμειξη εικόνων βίας, αίματος θανάτου και σεξ.
Λίγο αργότερα θ’ αρχίσει να αναζητά την καταστροφή, όπως μαρτυράει το ποίημά που έγραψε όταν ήταν δεκαπέντε χρονών:

«Κάθε βράδυ
Όρθιος μπροστά στο παράθυρό μου,
Περιμένω το δυστύχημα
Την αμμοθύελλα της δυστυχίας
Και των καταστροφών
Που θα ‘ρθει πέρα από
Το νυχτερινό ουράνιο τόξο
Των δρόμων της πόλης
Και θα με περιζώσει.»

Μετά θ’ αρχίσει να ερωτεύεται όλους τους νεαρούς που σκοτώνονταν, το «Πάσχον σώμα», όπως στην περίπτωση του Αγίου Σεβαστιανού, που μιμήθηκε με την γνωστή φωτογραφία του, ως πάσχων άγιος.

 


Το πάθος του για την ομορφιά δεν τον άφηνε να δεχτεί το γέρασμα του κορμιού, του τόσο σφριγηλού, αθλητικού  δικού του. «Το κορμί είναι καταδικασμένο στην καταστροφή. Κι εγώ, δε θέλω, δε θα ήθελα να δεχτώ αυτή τη τύχη» («Κατάλογος για μια έκθεση»). Γι’ αυτό και ήταν κυριευμένος από μια ζωτική ανάγκη να αποδείξει την δική του ταυτότητα και την σεξουαλική του δύναμη.

Ο Χόντα, ο ήρωας του στον «Άγγελο σε αποσύνθεση», που μόλις είχε αποτελειώσει, λυπάται που δεν είναι κανείς να σταματήσει, εκείνον, που πολύ ονομάζουν χρόνο, ώστε να διατηρηθεί η ατέλειωτη φυσική ομορφιά. Ιδιαίτερο προνόμιο εκείνων που τον μειώνουν.
Πέθανε γιατί διψούσε για ζωή;
Ο θάνατός του ήταν το αριστουργηματικότερο έργο του;
Πολιτικοποίησε το θάνατό του, αλλά ήταν θάνατος πολιτικός;
Θέλησε να μοιάσει του Ηρόστρατου και να απαθανατίσει  με αυτό τον τρόπο την ύπαρξή του;
Ή μήπως ήταν μια καλά σκηνοθετημένη θεατρική πράξη από αυτόν που λάτρευε το θέατρο;
Άλλωστε ,εκείνος δεν ήταν που είχε πει το φθινόπωρο του 1970: «Μπαίνω στη σκηνή αποφασισμένος να κάνω το κοινό να κλάψει»;

Πριν να εγκαταλείψει το γραφείο του, την ημέρα του θανάτου του, άφησε πάνω στο τραπέζι, ένα κομμάτι χαρτί, όπου έγραψε:
«Η ανθρώπινη ζωή είναι σύντομη, αλλά θα ήθελα να ζήσω παντοτινά.
Η ομορφιά ...τα όμορφα πράγματα...είναι τώρα οι θανάσιμοι εχθροί μου»(«Το Χρυσό Περίπτερο»)
Ίσως διότι έβλεπε το σώμα του να γερνάει. Ήταν ο Άγγελος σε αποσύνθεση. Κατάλαβε πως ήταν ανίκανος να σταματήσει αυτό που λένε χρόνο.
Έδειχνε πολλές φορές περισσότερο ενδιαφέρον για τον τύπο, παρά για την ουσία.
Έβαλε τέλος στη ζωή του, κι όμως ήθελε να ζήσει αιώνια!
Στα είκοσι τέσσερα  του έγραφε: «Θέλω να κάνω τη ζωή μου ένα ποίημα.»
Μελετητές της ζωής και του έργου του διατείνονται ότι η αυτοκτονία του είχε κυρίως αξία προσωπική και όχι κοινωνική, ερωτική, πατριωτική.
Ο ίδιος όμως υποστηρίζει ότι :
«Η ιδέα του θανάτου ήρθε σε μένα σαν μια αστραπή. Για μένα είναι η μόνη ιδέα πραγματικά ζωντανή, ερωτική.»
Η καταστροφή της ομορφιάς είναι πιο ωραία και από την ομορφιά.
«Όταν κάποιος φτάνει στα 40, δεν έχει καμιά τύχη να πεθάνει όμορφος. Ακόμα κι αν προσπαθήσει, θα πεθάνει άσχημα. Θα πρέπει να κάνει προσπάθεια για να ζήσει»
(Μισίμα Άρθρο στην Επιθεώρηση Φουκέι,1962)

Το τέλος των σαμουράι με την αυτοκτονία δεν μοιάζει με μια παράλογη πράξη αλλά σαν την ηλεκτροπληξία του ανθρώπου που έχει γίνει μια ζωντανή  δάδα και ο οποίος σκοτώνοντας τον εαυτό του  σκοτώνει συγχρόνως τον εχθρό, τη χλιαρή μετριότητα της ζωής, την λανθάνουσα υποβάθμιση του σώματος , τον τρόμο μιας βέβαιης συνθηκολόγησης.
Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει της προσοχής ότι το Σύμφωνο των σαμουράϊ  με την μεγαλύτερη επιρροή  συνδύαζε τις δυο λέξεις «Shini»(θάνατος) και «Kurui»(τρέλα) σε μια μόνη: «shiniguri»: η τρέλα του θανάτου.
Και ο Μισίμα, τρελός για θάνατο, μη μπορώντας να ανεχθεί την ιδέα της ά-μορφης ομορφιάς, πιστός στη φανατική κι αντρίκια αφοσίωση σε μια αγνότητα συνδεδεμένη με το αίμα και το σίδερο, δεν δέχτηκε να τελειώσει άσχημα, κι  έκανε  τον εαυτό του να πέσει σαν το πέταλο της κερασιάς και το κορμί του λουλούδι μυρωδάτο.




Η ΚΕΡΑΣΙΑ

Σε είδα  στο Κιότο βράδυ Παρασκευής… ξημερώματα Σαββάτου
κάτω από μιαν ανθισμένη κερασιά να μιλάς με το Μισσίμα
ντυμένο με στρατιωτική στολή και μιαν  άσπρη κορδέλα
στο κεφάλι
Μάης ήταν…
Μήπως δεν ήταν Άνοιξη…
Είπα… «μιαν ανθισμένη κερασιά»…μα δεν θυμάμαι αν ήταν έτσι
Έχει σημασία που δεν έπεφταν πέταλα στους ώμους σου κι αν δεν ήταν Μάης….
Αν εκείνος που μίλαγες με το ξυρισμένο κεφάλι δεν ήταν ο Μισσίμα
Μ’ αφήνουν αδιάφορο οι λεπτομέρειες
Αυτό που με νοιάζει
είσαι εσύ
Μόνον εσύ
Όχι
Ούτε εσύ
αλλά το βράδυ που τέλειωνε κι η μέρα που άρχιζε στα κλαριά της κερασιάς να σκίζεις με του πατέρα σου το σπαθί την κοιλιά και να πέφτεις μπρούμυτα κάτω
Ο Μισσίμα ήταν…
Εσύ…
Τι σημασία έχει!..

Το σεπούκου και το αίμα που κύλαγε από την κερασιά  μου είναι αρκετό

Απρίλης ήταν.
 Και δεν το κατάλαβα
Μύριζε τόσο βαριά η κερασιά


                                                      Αθήνα,21/3/2010







ΠΟΙΟΣ ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΤΟΝ ΜΟΡΙΤΟ
 
Ποιος σκέφτεται το Μορίτο
Το εικοσάχρονο μελαχρινό  αγόρι
Που πέθανε για μια ιδέα
-Κάποιο σπλαχνικό χέρι
Του ‘κοψε το κεφάλι-

Ποιος θυμάται το Μορίτο
Άραγε η μάνα του να ζει
Η γιαγιά του
Η αδελφή του
-Ίσως να παντρεύτηκε-

Χάνονται κι οι ζωντανοί
Όπως κι οι πεθαμένοι
Και δε ξέρει κανείς
Πού να τους βρει.
Ποιος είδε τον Μορίτο
Μορίτο .οοοοο.....
Μορίτο οοοοο....
                     
                          Σούνιο,15/7/2011




 

Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Τ’ ΑΤΣΑΛΙ

Ήρθε για ένα σύντομο
Ταξίδι στην Ελλάδα
Έμαθε λίγα ελληνικά
Κι έφυγε παίρνοντας μαζί
Έναν Απόλλωνα
Σύμβολο ήλιου φονικού
Ήλιου από ατσάλι
«Για να τελέσει στις δώδεκα
Το μεσημέρι
Την αποτρόπαιη και υπέροχη
Τελετή του θανάτου του»

                                              Σούνιο,16/7/2011


                                                                  Γιάννης Σουλιώτης
                                                                  


Ο Γιάννης Σουλιώτης γεννήθηκε  στον Πόρο.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα και μελέτες για θέματα Διεθνούς Δικαίου, Δικαίου Θαλάσσης, Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ.ά., καθώς και λογοτεχνικά έργα: 
-Τα Κόλλυβα, Λαογραφία, Λεύκωμα, Εκδ.Κέδρος , 1986.
-Ο κύκλος και η έκλειψη, Ποίηματα στην ελληνική και ιταλική, Εκδ. Sintesi, Napoli, 1988,Εικονογραφία ιταλών καλλιτεχνών και Αλέκου Φασιανού.
-Ο Κούρος, Ποιήματα στην ελληνική και ιταλική, Εκδ.Il Laboratorio di Nola,1991,Εικονογραφία Fabrizio Clerici.
-Via Giulia, Ποίημα στην ιταλική, Εκδ. il Laboratorio di Nola, με 2 acqueforti τουBruno D’Arcevia.
-Με μπλε ελληνικό, Ποιήματα στην ελληνική και αγγλική, Εκδ. Μίμνερμος, 2000,με 5 μεταξοτυπίες του Αλέκου Φασιανού.
-Το κουτί της Πανδώρας στις διεθνείς σχέσεις, Μυθολογία και πολιτική, στην ελληνική και αγγλική, Εκδ. Νηρέας, 2002,Εκονογραφία Αλέκου Φασιανού.
-Manhattan, Μετάφραση  ιταλικού Ποιήματος  της Jolanda Capriglione στην ελληνική και αγγλική, Εκδ.Il Laboratorio di Nola,2004,με 2 acquatinte του Gaetano di Riso και του Κώστα Ζυμαράκη.
-Ο Πόρος είναι…,Ανθολογία  κειμένων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων και ποιητών, Εκδ. Κέδρος 2006
-Οι Άγιοι Στρατιώτες, Λεύκωμα, Εικόνες  και βίοι στρατιωτικών αγίων,Εκδ.Φυτράκης,2006.
-Το Μόδι,Μυθιστόρημα,Εκδ.Κέδρος,2006.
-Φερνάντο Πεσσόα,Ποίηση,Εκδ.Πρίντα,2006,3η Έκδοση 2007.
-Φερνάντο Πεσσόα, Αντίνοος,Εκδ.Παρουσία,2007
-Ανθολογία Πορτογαλικής Ποίησης,Εκδ.Πρίντα-Ροές,2008
-Υποψήφιος για το Κρατικό Βιβλίο Μετάφρασης.
-ΤΟ ΡΟΔΙ,Ημερολόγιο,Εκδ.Αρμός.2008 
-ΚΑΒΑΦΗΣ-ΠΕΣΣΟΑ-ΠΕΣΣΟΑ-ΚΑΒΑΦΗΣ,Εκδ.Μεταίχμιο,2009
-ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΠΟΥ Ο ΠΕΣΣΟΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ (Documentaire-Μυθοπλασία,1ο Βραβείο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης)2009
-Φερνάντο Πεσσόα,Ο Αναρχικός Τραπεζίτης+Οι Πέντε Διάλογοι για την Τυραννία,Εκδ.Αρμός,Ιούνιος 2009-05-11
-Φερνάντο Πεσσόα,ULTIMATUM,,Εκδ.Παρουσία,Ιούνιος 2009
-Μαρκ Σαγκάλ-Ποιήματα, Λεύκωμα,Εκδ.Αρμός,Οκτώβριος 2009
- Antonio Botto ο ανδρείος ποιητής,Ποιήματα,Εκδ.Οδός Πανός, ,2010
-Τα Άγια Παιδιά,Λεύκωμα,Εκδ.Επτάλοφος,2010
-Οι Άγιες Μάνες,Λεύκωμα, Εκδ.Επτάλοφος,2010
- Ο Αγ.Σεβαστιανός και το γυμνό στην ελληνική εικονογραφία, Μελέτη-Λεύκωμα,Εκδ.Οδός Πανός,2010
- ΛΙΣΑΒΟΝΑ,Φερνάντο Πεσσόα, Εκδ.Printa,2011
-Θυμάσαι πώς μύριζαν οι μανόλιες στη Νικαράγουα; Θέατρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας για το κείμενο!