7 Ιουνίου 2012

Αμάρ - Ανδρέας Καπανδρέου




Το διήγημα «Αμάρ» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Ανδρέα Καπανδρέου «Το τρομακτικό μυστικό του Αϊνστάιν: αλλόκοτα διηγήματα», εκδόσεις Επιφανίου, 2010.


-          - Χαλαρά! Να είσαι άνετος. Κάνε τη δουλειά και φύγε αμέσως, χωρίς να σε δει κανένας, είπε ο Τζο.
     -   Εντάξει, περίμενέ με εδώ. Δεν θα αργήσω. Σε πέντε λεπτά το πολύ την «καθάρισα» και είμαι πίσω. απάντησε βιαστικά ο Αμάρ και πετάχτηκε έξω απ’ το αυτοκίνητο.
Ο Τζο καθόταν στη θέση του οδηγού. Του έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι και ρούφηξε δυνατά το τσιγάρο που κρατούσε.

Ο Αμάρ διέσχισε βιαστικά το σκοτεινό δρομάκι και βρέθηκε μπροστά στην είσοδο υπηρεσίας του μικρού ξενοδοχείου. Σ’ αυτό σύχναζαν κυρίως παράνομα ζευγαράκια, αλλά και επισκέπτες που είτε δεν είχαν οικονομική άνεση, είτε δεν ήθελαν να ξοδέψουν πολλά για μια διανυκτέρευση.
Τέτοια ώρα, μόνο μπροστά στη ρεσεψιόν θα υπήρχε κάποιος, αν δεν κοιμόταν και αυτός… Για καλή του τύχη μπήκε μέσα, χωρίς να συναντήσει κανένα.
Ανέβηκε δύο δύο τα σκαλοπάτια, σε πλήρη υπερδιέγερση από την κόκα, που ρούφηξε λίγη ώρα πριν, στο αυτοκίνητο με τον Τζο.

Απόψε θα έκανε τη μεγαλύτερη δουλειά, που του είχε αναθέσει ποτέ το αφεντικό του και ήταν περήφανος, που είχε διαλέξει αυτόν. Έδειχνε ότι το αφεντικό τον εμπιστευόταν και θα έκανε ό,τι μπορούσε, για να τα καταφέρει. Άσε που και η αμοιβή θα ήταν πολύ καλή.
Δούλευε αρκετό καιρό για το ίδιο αφεντικό. Πουλούσε ναρκωτικά, έσπαζε στο ξύλο αυτούς που δε συμμορφώνονταν, αλλά μέχρι εκεί. Είχε κτυπήσει φυσικά πολλές φορές κάποιον στέλνοντάς τον στο νοσοκομείο. Τα πρώτα χρόνια μάλιστα, όταν είχε πρωτοέρθει μετανάστης από το Μαρόκο, έτυχε να εμπλακεί σε μεγάλους καβγάδες συμμοριών, που είχαν και θύματα. Εκεί να δεις ξύλο και μαχαιρώματα που έπεφταν. Είχε και ο ίδιος σημάδι από μαχαίρωμα στο αριστερό μπράτσο. Ο Αμάρ δεν ήταν σίγουρος αν κάποιος από αυτούς που άφησαν αιμόφυρτους στον δρόμο είχε πεθάνει μετά από δικό του κτύπημα ή δική του μαχαιριά…
Φόνο, πάντως, προμελετημένο, έτσι εν ψυχρώ, πρώτη φορά θα έκανε. Δεν ένιωθε, όμως αμηχανία ή ενοχές.
Εξάλλου το αφεντικό τού τόνισε: «Ο Μεγάλος θέλει να τη βγάλουμε από την μέση και πληρώνει καλά...».
Όταν ο Αμάρ ρώτησε γιατί ο Μεγάλος θέλει να τη σκοτώσουν, το αφεντικό του απάντησε πως η τύπισσα κάτι θα πρέπει να είδε που δεν έπρεπε. Ίσως και να πρόκειται για ερωτικό ξεκαθάρισμα, του είπε κλείνοντάς του με νόημα το μάτι, αφού ο Μεγάλος είχε «ξαναπάρει» την γκόμενα στο ίδιο ξενοδοχείο. Αλλά εμάς τι μας νοιάζει; Εμείς τη δουλειά μας κάνουμε.
-          Ναι, σωστά, απάντησε ο Αμάρ χαμογελώντας.
Έβλεπε το πράγμα εντελώς ψυχρά. Επαγγελματικά. Πήγαινε απλώς για να τελειώσει ακόμα μια δουλειά. Μια μεγάλη δουλειά, που θα του απέφερε αρκετά χρήματα. Και είχε μεγάλη ανάγκη αυτά τα χρήματα... Εδώ και πέντε χρόνια, από τότε που γνώρισε τη Λουίζα και την πήρε μαζί του, συνεχώς της υποσχόταν πως, «όταν μαζέψει αρκετά λεφτά, θα παρατήσει αυτή τη βρομοδουλειά». Έκαναν σχέδια να αγοράσουν ένα σπιτάκι στην εξοχή, να έχουν άλογα, που άρεσαν στον Αμάρ και να αποκτήσουν πολλά παιδιά, όπως ονειρευόταν η Λουίζα…
Αυτή ήταν μαζί του από τα δεκαέξι της. Το είχε σκάσει από το σπίτι και έκανε πεζοδρόμιο για να ζήσει. Ο Αμάρ τη μάζεψε από τον δρόμο και την πήρε μαζί του. Η Λουίζα κρεμάστηκε κυριολεκτικά από πάνω του, τον είχε απόλυτη ανάγκη. Εκείνος την ερωτεύτηκε παράφορα. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό του χωρίς αυτήν. Θα έκανε τα πάντα, για να μπορέσει να πραγματοποιήσει τα όνειρά του μαζί της…
Μόνο που η Λουίζα δεν έπρεπε να μάθει τίποτα για την αποψινή βραδιά. Είχαν δώσει και οι δύο το λόγο τους. Αυτή υποσχέθηκε ότι θα σταματούσε τις βίζιτες και τήρησε την υπόσχεσή της! Αυτός με τη σειρά του υποσχέθηκε ότι θα ξέκοβε από τη συμμορία του «Μεγάλου» και τα ναρκωτικά. Όμως τώρα να που βρισκόταν εκεί..., με το όπλο στο χέρι.
Είχε ανεχτεί πολλά παραστρατήματά του η Λουίζα, αλλά αν μάθαινε πως έγινε ψυχρός εκτελεστής, ήξερε πως δεν θα του το συγχωρούσε ποτέ!

Αυτά σκεφτόταν μέχρι να φτάσει μπροστά από το δωμάτιο 303. Έβγαλε το κλειδί που του είχε δώσει το αφεντικό του και το έβαλε στην κλειδαρότρυπα. Δεν ήξερε πώς στο διάολο κανονίστηκε να έχει το κλειδί του δωματίου, αλλά το σχέδιο τού φάνηκε τέλειο…
«Μάλλον θα ήταν αυτό που μου είχε πει λίγο πριν το αφεντικό», σκέφτηκε… «το υποψήφιο θύμα, ίσως είχε και πάλι ερωτικό ραντεβού με τον «Μεγάλο», αλλά ο «Μεγάλος», έστειλε τελικά τον Χάρο στη θέση του…»

Ξεκλείδωσε προσεκτικά την πόρτα και μπήκε μέσα. Άκουσε νερό να τρέχει από την ντουζιέρα. Πλησίασε αθόρυβα και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου. Πίσω από την κουρτίνα διέκρινε μια γυμνή γυναικεία φιγούρα, που του είχε γυρισμένη την πλάτη.
Χάιδεψε το περίστροφο με το σιγαστήρα που είχε στην τσέπη. Το έβγαλε έξω και σημάδεψε. Τράβηξε απότομα την κουρτίνα και αντίκρυσε κατάμουτρα τη νεαρή κοπέλα, που γύρισε και τον κοίταξε γεμάτη έκπληξη και τρόμο.
Ο Αμάρ δίστασε για μερικά δευτερόλεπτα… Το χέρι του έγειρε προς τα κάτω, σημαδεύοντας το πάτωμα.
Ξαφνικά, ξαναβρήκε την αυτοπεποίθησή του. Τα μάτια του γυάλισαν. Ξανασήκωσε το χέρι και το όπλο πυροβόλησε δύο φορές την κοπέλα στο στήθος.
Αυτή έγειρε πάνω στην κουρτίνα και έπεσε έξω απ’ την μπανιέρα. Ο Αμάρ έμεινε κοκαλωμένος να την κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα. Μετά άρχισε να τρέχει. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια και βγήκε από την πόρτα της υπηρεσίας, χωρίς να τον πάρει είδηση κανένας.

Σε λιγότερο από ένα λεπτό καθόταν στη θέση του συνοδηγού, δίπλα στον Τζο.
-          Πώς πήγε; ρώτησε με αγωνία ο Τζο, ξεκινώντας τη μηχανή του αυτοκινήτου.
-          Καλά, απάντησε ξερά ο Αμάρ.
-          Θα πάμε να τα πιούμε; ξαναρώτησε ο Τζο.
-          Όχι! Πάρε με σπίτι, είπε κοφτά ο Αμάρ.
-          Κατάλαβα! Βιάζεσαι να τρέξεις στη μικρή. Άραγε, όμως, αυτή θα σε περιμένει σπίτι τέτοια ώρα; του έριξε το υπονοούμενο ο Τζο.

Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι του Αμάρ. Αυτός άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε, χωρίς να πει κουβέντα. Έτρεξε βιαστικά στο σπίτι. Άνοιξε απότομα την πόρτα και μπήκε μέσα.
-          Λουίζααααα! Φώναξε δυνατά.
Καμία απάντηση…
-          Λουίζααααα! Ξαναφώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του ο Αμάρ.
Καμία απάντηση…
Ο Αμάρ άρχισε να κλωτσάει και να σπάει ότι έβρισκε μπροστά του.


-          Νεαρή κοπέλα γύρω στα είκοσι, είπε ο ιατροδικαστής στο μικρό μαγνητόφωνο που κρατούσε κοντά στο στόμα του. Γύρω στο 1.70. Ξανθή. Αγνώστων λοιπών στοιχείων. Δέχτηκε δύο πυροβολισμούς στο στήθος. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Υπάρχουν μώλωπες στα πόδια και στο κεφάλι από την πτώση στο πάτωμα. Δεν υπάρχουν σημάδια πάλης. Στον δεξιό της μηρό υπάρχει τατουάζ με τa γράμματα Α Μ Α Ρ.  


Ο Ανδρέας Καπανδρέου γεννήθηκε στη Λευκωσία όπου και κατοικεί. Σπούδασε Βιβλιοθηκονομία, Επιστήμες της Πληροφόρησης και Επιστήμες της Αγωγής σε Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο και Κύπρο. Έχει καθημερινή επαφή με βιβλία αφού εργάζεται στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου. Το βιβλίο του με τίτλο «Το τρομακτικό μυστικό του Αϊνστάιν: αλλόκοτα διηγήματα», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επιφανίου. Ο Ανδρέας θεωρεί ότι τα διηγήματα αποτελούν απολαυστικά σφηνάκια λογοτεχνίας τα οποία του αρέσει να καταναλώνει ο ίδιος, αλλά και να τα κερνά σε φίλους και γνωστούς του.
Γράφει επίσης στο δικό του ιστολόγιο:   http://andreaskandreou.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας για το κείμενο!