8 Οκτωβρίου 2013

Μικροδιήγημα - Μαρία Κάλφα



Θυμάμαι το όνειρο που είδα το βράδυ λίγο πριν σε αφήσω..
Ψάρευες λέει, χαμογελαστός πρωί πρωί, αγουροξυπνημένος μετά την βραδιά στα βότσαλα της παραλίας, μετά την βραδιά που σου τραγουδούσα με την κιθάρα μου αγκαλιά δίπλα στην φωτιά που είχαμε ανάψει. Ψάρευες λέει, κι εγώ γυμνή πάνω στο βράχο σου διάβαζα στίχους που είχα γράψει στο σκοτάδι. Κρατούσα στα χέρια μου, λέει το όνειρο, το γράμμα που σου είχα στείλει με το φιλί από τα χείλη μου στο υστερόγραφο , κόκκινο, κόκκινο σαν την φωτιά μου, εκεί που σε αποχαιρετούσα με αγάπη και σου έλεγα «μου λείπεις».

Εσύ με το καλάμι περίμενες τα ψάρια, με κοιτούσες κι εγώ σου απήγγελλα με τα μαλλιά μου ξέπλεκα από την αρμύρα των  ημερών, αστραφτερή στον ήλιο και σοκολατένια, μα δεν άκουγες την φωνή μου, την κραυγή μου. Και τότε από τα ανοιχτά ήρθε στην άκρη του αγκιστριού σου το κήτος. Ξεπρόβαλε με στόμα ορθάνοιχτο να σε κοιτά, έτοιμο να καταπιεί τις στιγμές μας, τα χρόνια μας. Συνέχιζες να χαμογελάς, δεν φοβήθηκες ακόμη κι όταν το κύμα σε πλησίασε  απειλητικό. Με κοιτούσες και δεν φανταζόσουν πως θα σταματούσα να σου διαβάζω λέξεις παθιασμένες για τα μάτια σου, τα μάτια που κοιτούσα και έβλεπα κύκλους από χρώματα, πράσινα, χρυσαφιά, καστανά, τα χέρια σου με τα μακριά δάχτυλα που έπιαναν την άμμο και την έκαναν αστέρια στον βραδυνό ουρανό, τα μαλλιά σου που ατίθασα δάμαζαν τον άνεμο και το κορμί σου που λαμπάδιαζε στο φιλί μου. Ανυποψίαστος θαύμαζες το στήθος μου, με ήθελες κοντά σου, με φώναζες να κατέβω από τον βράχο, ν΄ανάψω πυρκαγιά στο νερό, κι εσύ νερό να με σβήσεις αφού γίνουμε παρανάλωμα. Ανυποψίαστος, γιατί μέσα μου η πυρκαγιά είχε σβήσει και κολυμπούσα πια κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας ανασαίνοντας εσένα για τελευταία φορά. Το στόμα του κήτους  σε κατάπιε μονομιάς κι εσύ με κοιτούσες ακόμη χαμογελαστός μέχρι που χάθηκες και μόνο μια τούφα από τα σγουρά ξανθά μαλλιά σου πλεγμένα στα χέρια μου έμειναν έξω από τα δόντια του.
Χαμήλωσα το βλέμμα μου, κοίταξα αλλού σαν από καιρό να ήμουν έτοιμη γι’αυτό. Δεν πρόλαβα να κρατήσω τίποτε άλλο. Μόνο μια μελωδία έπαιζε μέσα στο μυαλό μου, αυτή  που συνήθιζα να σου τραγουδώ στην γιορτή σου. Ύστερα, μόνη, δεν πρόλαβα να καταλάβω γιατί κάλεσα το θεριό στην αγάπη μας και γιατί δεν κατατάπιε εμένα. Ήταν τότε που ήθελα να χαρακώσω το πρόσωπό μου επειδή μου έλεγες «της μοιάζεις».
Έμεινα μόνη στην ακροθαλασσιά να διαβάζω μέσα από το γράμμα στίχους :
«Κάτσε δίπλα μου/Aγκάλιασέ με όπως εχθές.../Θα γείρω εκεί στην άκρη να κοιτώ.../
Κάτσε δίπλα μου/Και μη μιλάς/Μόνο να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά απόψε θέλω
Κάτσε δίπλα μου/Άκου τη σιωπή μου κι αφουγκράσου/Είμαι μόνη κι όταν σ’αγαπώ...»
Έρχεσαι ακόμη στο όνειρό μου. Περνάς και φεύγεις κρατώντας την φωτογραφία που αγαπούσα.
Συναντιόμαστε για λίγο στο πλάι του λαιμού μου, μου μιλάς κι ύστερα με χαμόγελο φεύγεις. Λέω κάτι για την ζωή μου, λες κάτι για την δική σου, σκύβεις το κεφάλι, κοιτάς αλλού.
Κι ύστερα κρατάω το πρόσωπό σου, μόνη ανάμνηση δική μου, μισοτελειωμένη υπόθεση….



Με όσους «συναντηθήκαμε» στο κείμενό μου ήδη συστηθήκαμε…Για τους υπόλοιπους αναφέρω ενδεικτικά πως γεννήθηκα το 1967 στην Αθήνα, σπούδασα και ασκώ με αγάπη την Ιατρική και πρόσφατα την Συμβουλευτική και Ψυχολογία.
Διηγήματα , ποιήματα και άλλα κείμενά μου μπορείτε να διαβάσετε στο www.eyelands.gr   καθώς και στο www.barehandspoetry.tumblr.com.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας για το κείμενο!